αναγεννητικός

αναγεννητικός
-ή, -ό
αυτός που μπορεί να προκαλέσει αναγέννηση: Μερικές αναγεννητικές προσπάθειες έγιναν στη νεότερη Ελλάδα, χωρίς όμως σπουδαία αποτελέσματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναγεννητικός — ή, ό (ΑΜ ἀναγεννητικός, ή, όν) [αναγεννῶ] ο ικανός να αναπαράγει ή να ξαναδημιουργεί, αναζωογονητικός …   Dictionary of Greek

  • ἀναγεννητικούς — ἀναγεννητικός able to produce masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγεννώ — ( άω) (Α ἀναγεννῶ) 1. ενεργ. ξαναγεννώ, ξαναδημιουργώ, παράγω εκ νέου 2. μεσ. αναζωογονούμαι, ανακτώ τις δυνάμεις μου (Εκκλ.) αλλάζω τρόπο ζωής εφαρμόζοντας τη χριστιανική διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γεννῶ. ΠΑΡ. αναγέννησις αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • Παλαμάς, Κωστής — (Πάτρα 1859 – Aθήνα 1943). Έλληνας ποιητής. Από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τελείωσε και το γυμνάσιο, ορφάνεψε νωρίς από μητέρα και πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, που πάντα το θεωρούσε πραγματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”